Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Συνέντευξη με την Έλενα Χουσνή: «Απάνθρωπο να στρέφεις την πλάτη σου στους αδύναμους και στους διαφορετικούς»


Η διαχρονική αδιαφορία της κοινωνίας αλλά και της οργανωμένης Πολιτείας απέναντι στους περιθωριακούς, τους αδύναμους και τους «διαφορετικούς», είναι ο «πυρήνας» του περιεχομένου του νέου βιβλίου της συντοπίτισσάς μας (κατάγεται από την Πέλλα) συγγραφέως, Έλενας Χουσνή «Καταραμένες Πολιτείες», με την οποία συνομιλήσαμε λίγο πριν την παρουσίασή του, την Τρίτη 6 Νοεμβρίου, στις 7.00 το απόγευμα, στο δημοτικό θέατρο Πέλλας.

Η Έλενα Χουσνή στην συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημήτρη Μπουλουσάκη για την Η.Ε. karatzova.com, χαρακτηρίζει «παράλογο και απάνθρωπο το να αρνείσαι να μάθεις και κυρίως να στρέφεις την πλάτη σου στους αδύναμους, σε όσους σε έχουν ανάγκη», προσθέτοντας: «Κυρίως η αντιμετώπιση των ‘’διαφορετικών’’, όταν δεν είναι εχθρική, στηρίζεται πάντως στην λογική της απομόνωσης και του εγκλεισμού».
Σε ότι αφορά στην συγγραφή, η διακεκριμένη συγγραφέας τονίζει ότι είναι ο «έρωτας που συνεχώς ανανεώνεται, είναι μια διαρκής ανάγκη, μια ανάγκη τόσο πιεστική που στο τέλος καταλήγει να είναι κανόνας επιβίωσης». 
Πολύ σύντομα πάντως, όπως μας είπε, ελπίζει να γράψει κάτι με αναφορά στην Πέλλα…


Ολόκληρη η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Έλενας Χουσνή, έχει ως εξής:

Ερ: Έλενα, ποιο ήταν το κίνητρο για το θέμα που καταπιάνεσαι στις «Καταραμένες Πολιτείες»; Ποια η σχέση της σύγχρονης εποχής μας με την λέπρα; Δεν θεραπεύτηκε; 

Ε.Χ.:  Το κίνητρο προέκυψε από μια έρευνα για την ιστορία του Λεπροκομείου Καρλοβάσου, την οποία ξεκινήσαμε μια ομάδα φίλων θέλοντας να μάθουμε τι είχε συμβεί τα 80 περίπου χρόνια λειτουργίας του. Καθώς η έρευνα εξελισσόταν, και κυρίως λόγω των μαρτυριών που είχαμε από ανθρώπους που είχαν μνήμες από τότε, αλλά και από ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί εκεί, μια ιστορία άρχισε να γεννιέται. Η λέπρα αποτελεί στις Καταραμένες Πολιτείες το πρόσχημα για μια σειρά άλλων ζητημάτων που προέκυψαν στο μυαλό μου ως βασικά ερωτήματα. Βεβαίως και θεραπεύεται πλέον η λέπρα. Θεραπεύεται από το 1947 χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει εξαλειφθεί. Κρούσματα υπάρχουν και στην χώρα μας αλλά αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Αυτό που δεν έχει «θεραπευτεί» είναι το στίγμα που ακολουθεί την ασθένεια. Και εκεί ήταν το μεγάλο ζητούμενο για μένα. Να μπορέσω να καταλάβω αυτούς ακριβώς τους μηχανισμούς, το ψυχολογικό υπόβαθρο του στίγματος που δεν έχει τόσο να κάνει με την ιατρική προσέγγιση της ασθένειας αλλά με παράγοντες όπως η αμάθεια, ο φόβος, η εύκολη απόρριψη. 

Ερ: Η κοινωνία αλλά και η οργανωμένη Πολιτεία απέναντι στους αδύναμους, τους αδικημένους, τους περιθωριακούς, τους «διαφορετικούς», είναι διαχρονικά σχεδόν αδιάφορη μέχρι και εχθρική σε κάποιες περιπτώσεις. Πως το εξηγείς; 

Ε.Χ.: Είναι εύκολο ότι δεν καταλαβαίνουμε να το απορρίπτουμε. Είναι ίσως και ένας μηχανισμός επιβίωσης. Ή ακόμη και απώθησης. Άρνησης να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Ο φόβος απέναντι σε μια ασθένεια όπως η λέπρα, που πράγματι έχει συνδεθεί με αποκρουστικές εικόνες, δεν είναι παράλογος. Παράλογο και απάνθρωπο είναι να αρνείσαι να μάθεις και κυρίως να στρέφεις την πλάτη σου στους αδύναμους, σε όσους σε έχουν ανάγκη. Οι σύγχρονες κοινωνίες έκαναν μεν πολλά βήματα σε ό,τι αφορά τον προνοιακό χαρακτήρα τους, τις θεσμικές παρεμβάσεις για την προστασία των αδυνάτων αλλά σε επίπεδο καθημερινότητας και πραγματικότητας δεν έχουν γίνει τα βήματα που έπρεπε. Κυρίως η αντιμετώπιση των «διαφορετικών», όταν δεν είναι εχθρική, στηρίζεται πάντως στην λογική της απομόνωσης και του εγκλεισμού. Και βέβαια του στιγματισμού. Δεν ξέρω αν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι με τον τρόπο αυτό νιώθουν πιο «ασφαλείς», δεν ξέρω αν η λογική του «Καιάδα» είναι λογική επιβίωσης του ισχυρού ή αν απλά έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας. Αυτό που κάποτε έβρισκες στις μικρές κοινότητες, να συντρέχει ο ένας τον άλλον, έχει «απαλλοτριωθεί» και έχει χαθεί πίσω από μια αόριστη, πολλές φορές, αίσθηση ότι αρκούν μερικά νομοθετικά βήματα. Αλλά δεν αρκούν. Είναι κενό γράμμα αν δεν συνοδεύονται από μια πραγματική κουλτούρα ανθρωπισμού. 

Ερ: Μαζί με την οικονομική κρίση, βιώνουμε έντονα και την πνευματική κρίση. Ζούμε σε μια χώρα που το αναγνωστικό κοινό μειώνεται όλο και περισσότερο. Που πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό; Αισιοδοξείς για το μέλλον; 

Ε.Χ.: Νομίζω πως αν σε ένα πράγμα έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε μετά από 10 πλέον χρόνια κρίσης, είναι ότι πράγματι τα δομικά χαρακτηριστικά της κατάστασης που ζούμε έχουν ένα υπόβαθρο ηθικής και πνευματικής κρίσης. Παραίτησης από βασικές αξίες, προσχώρησης στο εύκολο, άρνησης να εμβαθύνουμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε στοιχεία για το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μετά την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, που κατά την άποψή μου ήταν τελείως λανθασμένη. Επομένως θα πρέπει να στηριχθούμε στις εκτιμήσεις και όσα οι ίδιοι οι εκδότες, συγγραφείς και αναγνώστες λένε. Η δική μου αίσθηση πάντως είναι πως δεν έχουμε μείωση του αναγνωστικού κοινού. Θα έλεγα ότι υπάρχει μια στροφή προς το διάβασμα για πολλούς λόγους Πρώτον, είναι μια φθηνή «διασκέδαση». Το βιβλίο μπορεί να σε συντροφεύσει αρκετά βράδια, να σε ταξιδέψει, να σε ψυχαγωγήσει. Λειτουργεί δε και ψυχοθεραπευτικά. Από την άλλη μπορείς πάντα να το βρεις σε βιβλιοθήκες, να δανειστείς από φίλους κτλ. Πολλές Λέσχες Ανάγνωσης είναι πολύ ενεργές και προσφέρουν την δυνατότητα στα μέλη τους να βρίσκονται, να μιλούν για βιβλία και με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται και φιλικές σχέσεις μεταξύ των μελών τους. Εγώ λοιπόν, ναι, αισιοδοξώ για το μέλλον και για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί τα τελευταία χρόνια έχουμε μια πολύ σπουδαία λογοτεχνική παραγωγή από έλληνες συγγραφείς. Δεν ξέρω αν είναι η κρίση που συνετέλεσε σε αυτό αλλά πραγματικά έχουν γραφεί διαμάντια τα τελευταία χρόνια. 


Ερ: Συγγραφέας ή δημοσιογράφος Έλενα; 

Ε.Χ.: Γενικότερα δεν μου αρέσουν οι «ταμπέλες». Λέω συχνά ότι δεν μου αρέσει η «δικτατορία του ενός». Ο άνθρωπος είναι πολυσύνθετο πλάσμα και έχει άπειρες ιδιότητες. Η δημοσιογραφία παραμένει ως επαγγελματικός στίβος η μεγάλη αγάπη, αλλά έχω αποσυρθεί από την «ενεργό δράση» εδώ και χρόνια. Η συγγραφή από την άλλη είναι ο «έρωτας» που συνεχώς ανανεώνεται. Είναι μια διαρκής ανάγκη, μια ανάγκη τόσο πιεστική που στο τέλος καταλήγει να είναι κανόνας επιβίωσης. 

Ερ: Είχες πει σε συνέντευξή σου πριν από λίγους μήνες (σ΄ αυτό το μέσο ενημέρωσης) ότι «σε τρεις τόπους ήθελα πάντα να κάνω μια συγγραφική αναφορά. Στην Πέλλα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, στην Θεσσαλονίκη την οποία αγαπώ ιδιαίτερα και βέβαια στην Σάμο όπου ζω». Για την Σάμο το έπραξες. Είσαι έτοιμη και για την Πέλλα; Πότε να περιμένουμε να γράψεις για τον γενέθλιο τόπο σου; 

Ε.Χ.: Πραγματικά νιώθω αυτή την ανάγκη. Η Πέλλα είναι η γενέτειρα. Δεν θα πω πως η πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, όχι γιατί δεν το πιστεύω αλλά γιατί για μένα η Πέλλα είναι πολύ περισσότερο από τα παιδικά χρόνια. Είναι το σημείο αναφοράς για την οικογένειά μου και, κυρίως, είναι ο τόπος όπου έμαθα να σκαλίζω στο χαρτί τις πρώτες ιστορίες. Είναι και ο τόπος των ανθρώπων με τους οποίους μοιράστηκα την αγάπη μου για το διάβασμα, όπως η γειτονοπούλα και μέχρι σήμερα πολύ καλή παιδική φίλη, Αναστασία Στεφίδου, είναι ο τόπος όπου τόλμησα να αποχωριστώ τα πρώτα γραπτά και να τα μοιραστώ με την Πασχαλίνα Κεχαγιά και άρα εκεί βρίσκονται οι σπόροι αυτού που τόσο αγαπώ. Θα ήθελα πολύ λοιπόν να γράψω κάτι με αναφορά στην Πέλλα. Τώρα πότε θα συμβεί αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω γιατί η συγγραφή είναι ιδιότροπη διαδικασία. Και θα πρέπει καταρχήν να βρεθεί το θέμα. Ελπίζω σύντομα…

Ερ: Με δεδομένες τις τρεις αγάπες σου (Πέλλα, Σάμος και Θεσσαλονίκη), προτιμάς την περιφέρεια (επαρχία) ή την μεγαλούπολη; 

Ε.Χ.:  Γενικά αγαπώ τους μικρούς τόπους. Παρά τον «ιδρυματισμό» που καμία φορά κουβαλάνε και την ασφυκτική συνύπαρξη που μπορεί να σου στερεί προσωπικό χώρο, έχουν μια αυθεντικότητα στις σχέσεις που μου αρέσει. Άλλωστε και τώρα σε μικρό τόπο ζω, στην Σάμο. Ωστόσο, μου λείπει και η βαβούρα της μεγαλούπολης καμιά φορά, η ανωνυμία της, αυτό το.. πολύβουο. 
Ραντεβού την Τρίτη 6 Νοεμβρίου, στις 7.00 το απόγευμα, στο Δημοτικό Θέατρο Πέλλας για μια ξεχωριστή εκδήλωση…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Έλενα Χουσνή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πέλλα. 
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες "Έθνος" και "Έθνος της Κυριακής", ως υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και ως επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαϊκής Πληροφόρησης Europe Direct Βορείου Αιγαίου, ενώ σήμερα εργάζεται στο Δήμο Σάμου στη θέση της «Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης». 
Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε συλλογικά έργα, ενώ το βιβλίο της "Άλικο σαν το ...Αίμα" έλαβε το Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ, 2012). Από την ΠΕΛ εξ άλλου έχει βραβευθεί με το Α΄ Βραβείο Θεατρικού έργου (2009) και με το Γ΄ Βραβείο Μυθιστορήματος (2009). Έχει λάβει διακρίσεις και βραβεία σε πολλούς πανελλήνιους διαγωνισμούς. Το 2014 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο "Στα άδυτα.. των δυτών" από τις εκδόσεις Δίαυλος. 
Από τις εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ έχουν εκδοθεί τα βιβλία της «Χρυσή Εκδίκηση», «Το παιδί με τη Ριγέ Μπλούζα» και το παρουσιαζόμενο «Καταραμένες Πολιτείες». Από τον Ιανουάριο του 2015 έγινε μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας).

Share on Google Plus

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.

Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.