Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Εορταστικό τριήμερο στην Έδεσσα


Τ​​​​α Βοδενά θα χαθούν κι εσύ δυστυχώς θα υπάρχεις». Φυσικά συνέβη το αντίθετο από αυτό που προέβλεψε σε ένα παλιό του κείμενο ο πρόσφατα εκλιπών Μάρκος Μέσκος, αναρωτιέμαι όμως, στ’ αλήθεια χάνεται ένας ποιητής ή τελικά διασώζεται το εκτόπισμα της ψυχής του μέσα στη γλώσσα, η μοναδικότητα της σιωπής του πριν ο ήχος γίνει λέξεις, πριν οι λέξεις γίνουν στίχος, προπάντων «το ποίημα ακίνητο αίμα»;

Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τον Μάρκο Μέσκο, όπως τον γνώρισα στην Αθήνα το 1981, –νομίζω στις εκδόσεις Υψιλον– ή να επανασυστήσω ως ανάμνηση το αρχικό αισθητικό σοκ που ένιωσα όταν πρωτοάκουσα ν’ απαγγέλλουν στίχους του στον «Μουσικό Αύγουστο», του Μάνου Χατζιδάκι. Από εκεί και το πρώτο βιβλίο του που απέκτησα, με το ωραίο εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη και την τυπογραφική επιμέλεια του αείμνηστου εκδότη Θανάση Χαρμάνη.

Περισσότερες λεπτομέρειες συγκρατώ από τον χειμώνα του 1998 στην Εδεσσα, όπου βρέθηκα έπειτα από πρόσκλησή του, ομιλητής στη λογοτεχνική ημερίδα που διοργάνωσε προς τιμήν του φίλου και συνοδοιπόρου του Γιώργη Παυλόπουλου.


Την επομένη της εκδήλωσης, ο ποιητής επέμενε να μας ξεναγήσει στο Μαύρο Δάσος, της ορεινής γενέθλιας γης. Θυμάμαι περπατούσαμε στη δημοσιά, το χιόνι πυκνό στις κορυφές, πιο χαμηλά «χρώματα της καρυδιάς, οι ώχρες, τα λαδιά…». Προπορεύονταν ο Γιώργης Παυλόπουλος και ο Μάρκος, ακολουθούσαμε οι νεότεροι της συντροφιάς, ο επίσης Εδεσσαίος ποιητής Β. Παππάς, ο δοκιμιογράφος Ηλ. Καφάογλου και εγώ. Προσπάθησα να ακούσω τι συζητούσαν οι πρεσβύτεροι, κάποιο λογοτεχνικό ανέκδοτο ν’ αρπάξει τ’ αυτί μου. Λογάριαζα χωρίς το χάσμα του χρόνου. Για έθιμα ταφής μιλούσαν όλη την ώρα και οι δύο! Κάποια στιγμή ρώτησε ο Μέσκος τον Παυλόπουλο αν έχει κανονίσει πού θα τον θάψουν και πώς. Δεν θυμάμαι τι απάντησε ο δεύτερος, όμως ο Μάρκος, σαν έτοιμος από καιρό, αίφνης σήκωσε το χέρι του και με μια θεατρική κίνηση, φώναξε «Να, πάνω από δω Γιώργη... μέσα στα δένδρα, εκεί θα ήθελα». Και τον φαντάστηκα δένδρο που στέκεται ακόμη ορθό, ενώ δίπλα του τροχίζουν ήδη τα τσεκούρια τους οι ξυλοκόποι. Υστερα, καθώς έμεινε για ώρα αμίλητος, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ολόκληρο το ποιητικό του έργο δεν ήταν μια αυθαίρετη κατασκευή με τα χρώματα του τόπου του, όπως εσφαλμένα το είχα κρίνει σε κάποια νεανική μου βιβλιοκριτική, αλλά το έργο ήταν ο ίδιος ο τόπος, ατόφιο κομμάτι του, μυστική προέκτασή του στον χώρο και στον χρόνο της ποίησης. Αυτό που εκόμισε στην τέχνη, καθ’ υπερβολή ίσως, μα τόσο εμφανές, χώμα της μικρής πατρίδας κι από πάνω το θαλερό εποικοδόμημα – κατά σειράν εμφάνισης: «ξερό χορτάρι, λουλούδια προσκυνημένα, πικροπαπαρούνες, χρυσά κλωνιά της μηλιάς, της ροδακινιάς, της αγριοδαμασκηνιάς, μικροπούλια ένα σωρό, κατάμαυρα κοτσύφια, το ποτάμι κάτεργο νερό, το πουκάμισο του φιδιού, η σπορά του ανέμου, το ασημένιο χαλί του φθινοπώρου, οι τρυφεροί λύκοι, τα ισόβια κυπαρίσσια». Μια πανηγυρική συνάθροιση της χλωρίδας και της πανίδας, όπως την καταγράφει σχολαστικά, για να δοξάσει τη ζωή που μας δόθηκε, «και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως».

Και κάτω από αυτή την ανθηρή επιφάνεια, ο υπόγειος κόσμος που ελέγχει τη συνείδησή μας, που μας γεμίζει ενοχές και λύπη, τα ανώνυμα θύματα της εμφύλιας σύγκρουσης, που μπρούμυτα παραχωμένα τους λιώνει το νωπό χώμα. Κάτω από την οργιώδη βλάστηση, «ο νεκρός στάχτη μ’ όνομα ξένο στον σταυρό, το όρυγμα-ομαδικός τάφος, τα κτερίσματα των σκοτωμένων, οι τριγμοί των οστών». Ενα διαρκές προσκλητήριο των αφανών ηρώων.

Στα λιγοστά πεζογραφικά έργα του στάθηκε πιο... πεζός. Ολιγοσέλιδες ιστορίες, πυκνός λόγος, κοφτές προτάσεις, που ανασύρουν μνήμες από τη μεταπολεμική Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Σκηνές επαγγελματικού μόχθου και αγωνίας για τον επιούσιο, όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο «πυκνώνει» την αφήγηση.

Γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά για τον Μάρκο Μέσκο μετά την αποδημία του. Πρωτίστως στο Διαδίκτυο είδαν το φως της δημοσιότητας έωλοι επιθετικοί χαρακτηρισμοί απ’ όλους όσοι επιμένουν να χρησιμοποιούν το έργο και τον βίο εμβληματικών δημιουργών, ως επιβεβαίωση των πολιτικών τους προταγμάτων. Προθέσεις υποβιβασμού, αφελείς προσπάθειες όψιμων θαυμαστών να φέρουν στην «προκρούστεια κλίνη» το ποιητικό σώμα, να κόψουν ό,τι δεν τους βολεύει ή δεν συμμερίζονται.

Κρατώ επίλογο τα λόγια του από την τελευταία μας συνάντηση, στις 23 Μαρτίου 2012: «Οσοι μ’ απαξίωσαν, να γνωρίζουν πως από τα γραπτά μου θα μάθουν Ελληνικά τα παιδιά τους».

Πηγή: Καθημερινή

Share on Google Plus

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.

Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.