728x90

Πώς η ελληνική χωριάτικη σαλάτα μετατρέπεται σε… ''εισαγόμενη''


Η ελληνική χωριάτικη σαλάτα –το εμβληματικό καλοκαιρινό πιάτο που συμβολίζει την αυθεντική μεσογειακή διατροφή– γίνεται ολοένα και λιγότερο... ελληνική. 

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγικών Επιχειρήσεων Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών (Incofruit-Hellas), το πρώτο επτάμηνο του 2025 καταγράφηκε αύξηση 3,48% στις εισαγωγές φρούτων και λαχανικών, αγγίζοντας τους 480.070 τόνους. Η εικόνα που προκύπτει προκαλεί εύλογες ανησυχίες για την αυτάρκεια και ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής.

Χωριάτικη με ντομάτες Τουρκίας 
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της χωριάτικης, όπως οι ντομάτες, τα αγγουράκια, οι πιπεριές και τα κρεμμύδια, εισάγονται πλέον σε μεγάλες ποσότητες, ακόμη και σε περιόδους που η εγχώρια παραγωγή είναι στα φόρτε της, καθώς η ζήτηση λόγω τουρισμού ξεπερνά την προσφορά. 

Μόνο οι εισαγωγές ντομάτας το επτάμηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2025 άγγιξαν τους 7.196 τόνους, με κύριες χώρες προέλευσης τη Γερμανία (47%), την Τουρκία και την Ολλανδία. Μάλιστα, τον Ιούλιο, ένας μήνας που συνήθως χαρακτηρίζεται από πληθώρα ελληνικών ντοματών, η Τουρκία κατέκτησε την πρώτη θέση μεταξύ των εξαγωγέων, με 1.800 τόνους. 

"Δημιουργούνται ήδη αποθέματα ντομάτας από την Τουρκία, γιατί με βάση κοινοτικό κανονισμό από 12/8/25 θα ελέγχεται το 20% των εισαγομένων ποσοτήτων στην Ε.Ε. από τη γειτονική χώρα λόγω κρουσμάτων με υπολείμματα φυτοφαρμάκων, κάτι που σημαίνει καθυστερήσεις, καθώς και πιθανές απορρίψεις φορτίων", λέει στο Capital.gr ο Γιώργος Πολυχρονάκης, Ειδικός Σύμβουλος της Incofruit-Hellas. Όπως εξηγεί ο ίδιος: "Δεκαπέντε χρόνια πριν είχαμε παραγωγή υπαίθριας ντομάτας περί τους 300.000 τόνους που δημιουργούσαν συνθήκες επάρκειας. Εάν αυτή τη στιγμή η υπαίθρια παραγωγή της ντομάτας αυξανόταν, καθώς η καλλιεργήσιμη γη υπάρχει αλλά έχει εγκαταλειφθεί, ή εάν έπαιρνε μπρος η δεύτερη βάρδια των θερμοκηπίων που αντιστοιχεί στο 1/3-1/4 της συνολικής παραγωγής, θα μπορούσαμε να υποκαταστήσουμε όλες τις εισαγωγές ντομάτας".

Στο ίδιο μοτίβο, στο επτάμηνο σημαντική είναι και η αύξηση των εισαγωγών κρεμμυδιών (+17,66%), αγγίζοντας τους 9.886 τόνους με βασικές χώρες προέλευσης την Αυστρία, την Ολλανδία και την Ινδία, ενώ εισήχθησαν 2.777 τόνοι γλυκοπιπεριών, κατά 14,87% λιγότερο από το 2024, αλλά ακόμη αρκετά υψηλό νούμερο, με βασικούς προμηθευτές το Ισραήλ (58,4%) και την Ολλανδία. Όλα αυτά σε μια περίοδο που η ελληνική ύπαιθρος θα έπρεπε, θεωρητικά, να καλύπτει τις εθνικές ανάγκες.

Ραγδαία αύξηση εισαγωγών οπωροκηπευτικών
Χαρακτηριστική είναι η πορεία των εισαγωγών οπωροκηπευτικών την τελευταία πενταετία (2020-2024) και όχι μόνο για τα υλικά της ελληνικής χωριάτικης σαλάτας. 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Incofruit-Hellas, από 13,5 εκατ. κιλά το 2020, οι εισαγωγές ντομάτας εκτινάχθηκαν στα 30 εκατ. κιλά το 2024, σημειώνοντας αύξηση +122% μέσα σε πέντε χρόνια. Στις πιπεριές από 6,4 εκατ. κιλά το 2020, οι εισαγωγές έφτασαν τα 7,5 εκατ. το 2024, με την Ολλανδία και το Ισραήλ να κυριαρχούν ως χώρες προέλευσης. Στις εισαγωγές κρεμμυδιών, παρότι κυμάνθηκαν έντονα, η κορύφωση σημειώθηκε το 2023 με 26,7 εκατ. κιλά, πριν περιοριστούν σε 8,2 εκατ. το 2024. Στις εισαγωγές αγγουριών, αν και κινούνται χαμηλότερα σε απόλυτους αριθμούς, η αύξηση είναι αξιοσημείωτη: από 255.000 κιλά το 2020 σε 872.000 κιλά το 2024 (+241%).

Την ίδια ώρα στην πενταετία 2020-2024 στο μαρούλι οι εισαγωγές διπλασιάστηκαν, από 1,2 εκατ. κιλά το 2020 σε 2,8 εκατ. κιλά το 2024, ενώ ραγδαία ήταν η άνοδος και σε άλλα βασικά προϊόντα, όπως σπανάκι (+78%), κολοκυθάκια (+66%), μανιτάρια (+87%). 

Ακόμη και οι πατάτες σημείωσαν αύξηση 47% στις εισαγωγές (από 160,7 εκατ. κιλά το 2020 σε 236,0 εκατ. κιλά το 2024), ενώ το πρώτο επτάμηνο του 2025 εισήχθησαν 191.336 τόνοι πατάτας, κυρίως από την Αίγυπτο (84,4%).

Ανταγωνιστικότητα υπό πίεση
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι όχι η κάλυψη των εποχικών κενών, αλλά η διαρκής διείσδυση προϊόντων από τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, σε τιμές που η ελληνική παραγωγή δεν μπορεί να ανταγωνιστεί, δεδομένου ότι πλήττεται από υψηλότερο κόστος καλλιέργειας, ακριβή ενέργεια, γραφειοκρατικά εμπόδια και έλλειψη εργατικών χεριών. 
Ταυτόχρονα το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο επιβάλλει αυστηρούς όρους για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και τις συνθήκες καλλιέργειας, συχνά δεν εφαρμόζεται με την ίδια ένταση στα εισαγόμενα προϊόντα, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ας σημειωθεί ότι, παρότι ο αγροτικός τομέας συνεισφέρει 3,9% στο ΑΕΠ της χώρας, έναντι 1,6% στην υπόλοιπη Ευρώπη, η παραγωγικότητα υστερεί κατά 11% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο μέσος Έλληνας αγρότης παράγει 13.144 ευρώ ετησίως, έναντι 20.175 ευρώ του Ευρωπαίου συναδέλφου του.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η σύγκλιση της παραγωγικότητας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα μπορούσε να αυξήσει την προστιθέμενη αξία του κλάδου κατά 3 δισεκατομμύρια ευρώ – ένα όφελος άνω του 50%.

Η υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια προϊόντα οφείλει να γίνει στρατηγικός στόχος, σημειώνει ο κύριος Πολυχρονάκης. Όχι μόνο για λόγους διατροφικής αυτάρκειας και βιώσιμης γεωργίας, αλλά και για να διατηρηθεί η αυθεντικότητα του "brand Ελλάδα". Δεν είναι μόνο συμβολικό, είναι και ουσιαστικό: μια ελληνική σαλάτα με τουρκικές ντομάτες, αυστριακά κρεμμύδια και ισραηλινές πιπεριές αδυνατεί να μεταφέρει το ίδιο ποιοτικό και γευστικό αποτύπωμα.

Η απειλή της "ελληνοποίησης"
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η "ελληνοποίηση" εισαγόμενων προϊόντων, τα οποία πωλούνται στην εγχώρια αγορά ως ελληνικά. 

"Η παρατηρούμενη εισαγωγή και επανεξαγωγή νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων με τυχόν ελληνοποίησή τους επιβάλλει την αυστηρή επιτήρηση", προειδοποιεί ο κύριος Πολυχρονάκης. "Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα θιγεί η φήμη των ελληνικών φρούτων και λαχανικών από προϊόντα που δεν πληρούν τις φυτοϋγειονομικές και εμπορικές προδιαγραφές".

capital.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Ad Code