728x90

Ο χορός


Πολλά ήταν τα χρόνια που είχε στο κρεβάτι της αρρώστιας ο γέρο- Μουστάκας! Τόσα, όσα χρειάζονταν να τον αποξενώσουν και να τον απομακρύνουν μια για πάντα απ’ εκείνη την καθημερινή και φυσιολογική ζωή που είχε με τις ασχολίες στα χωράφια και τα ζώα του. Αλλά και σαν άνθρωπο να τον κάνουν να ξεχάσει κι εκείνες τις λίγες βόλτες που έκανε καμιά φορά και πήγαινε στα καφενεία για λίγη διασκέδαση. 

Μαζί με την αρρώστια του, όμως, που από τότε που τον πλάκωσε δεν είπε ούτε στιγμή να φύγει από πάνω του, περνούσε κι ο καιρός. Και τώρα ο δύστυχος, μόνιμα ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι με το στρώμα του ξερό και το προσκεφάλι του κρύο, έφτασε να είναι πολύ γέρος και ν’ αναπολεί στη μνήμη του καλές μέρες που πέρασαν κι έφυγαν και δεν πρόκειται ποτέ να τις ξαναδεί! 

Αλλ’ ευτυχώς μέσα σ’ αυτήν την κακοτοπιά του δεν είναι μόνος. Γιατί ο Μεγάλος Θεός φρόντισε γι’ αυτόν. Έχει το παιδί του κι ιδιαίτερα τη νύφη του, που κάθε μέρα, από τότε που πέθανε η συχωρεμένη η γυναίκα του, τον επισκέπτονται στο σπίτι και του φέρνουν ένα κομμάτι ψωμί για να τρώει κι ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψάει. Κι όχι μόνο! Είναι πάντοτε μαζί του και σ’ όλες τις άλλες δύσκολες στιγμές που περνάει, για να του δίνουν όλη τη βοήθεια που χρειάζεται, καθώς και να του κάνουν λίγη παρέα και συντροφιά.

Στο ρημαγμένο πια, λοιπόν, απ’ τα χρόνια και τις μπόρες της ζωής σπιτάκι του ο άνθρωπος, όταν καμιά φορά η μοναξιά έμπαινε εδώ απρόσκλητη κι έπιανε τη θέση κοντά του, τον έβλεπε κανένας με τις ώρες να κοιτάζει έξω απ’ τα θαμπά τζάμια του παραθύρου του. Με το βλέμμα πάντοτε υγρό και βουρκωμένο τη μια φορά ν’ ατενίζει τον ήλιο που έφευγε κι ερχόταν και την άλλη, όταν έπεφτε η νύχτα, να θωρεί και να σιγοκλαίει με το σιωπηρό φεγγάρι και τ’ αστέρια. Και τότε ήταν που τον έτρωγε η μεγάλη νοσταλγία. Μήπως και γίνει κανένα θαύμα, απ’ εκείνα τ’ απίστευτα στον κόσμο, που μόνα αν τα δεις τα πιστεύεις, κι ένα πρωί σηκωθεί και πάρει τα πόδια του για να περπατήσει. Αυτός ήταν ο πόθος που τον έκαιγε. Κάποια φορά να ξαναπάει στις δουλειές του και προπάντων στον καφενέ για να μιλήσει και να πει δυο λόγια με τους συγχωριανούς του. Γιατί τώρα τους βλέπει και μιλάει μαζί τους μόνο αν θα του χτυπήσουν την πόρτα. Όλοι τους, όμως, είναι περαστικοί και του κάνουν επίσκεψη όταν θα τους βγάλει απ’ εκεί ο δρόμος. Κι οι κουβέντες τους γρήγορες και στο πόδι. Πολύ κακό να σε ξεχνάει ο κόσμος!

Κι έτσι, περνούσε ο καιρός. Κι όσο διάβαιναν τα χρόνια, τόσο φούντωνε στην καρδιάς του η άσβεστη σπίθα της ελπίδας γι’ τ’ απροσδόκητο, το μοναδικό και κατ’ άλλους τ’ απίθανο. Μια μέρα να ν’ αξιωθεί και να δρασκελίσει το κεφαλόσκαλο. 

Αλλά να, και σήμερα της Ανάληψης! Μεγάλη Γιορτή του Χριστού. Γιατί να μην πάει στο πανηγύρι, εκεί στην πλατεία του χωριού, όπου παίζουν τα κλαρίνα και τα νταούλια; Θέλει να πιαστεί σαν κάποτε με τους άλλους και να χορέψει εκείνους τους παραδοσιακούς χορούς, που χόρευε πίσω-παλιά στο παρελθόν, κι έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, να διώξει από μέσα του όλα τα σύννεφα της λύπης που μαυρίζουν τον ουρανό του και να ξανανιώσει νέος!

«Η ψυχή μου», έλεγε πάντα. «Η ψυχή μου είναι νέα. Ποτέ δε γέρασε. Αλλά ρε παιδιά τα πόδια μου, κι αυτό το σώμα μου. Αυτά δε με κρατάν». Και στο τέλος συμπλήρωνε χαριτολογώντας. «Μόνο αυτά γέρασαν!» Και γελούσε με παράπονο.

Έπαιρνε τ’ απόγευμα. Πάλι απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο του χαμηλού σπιτιού ο γέρο-Μουστάκας, αυτές τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, έβλεπε τον κόσμο να τρέχει με τα καλά του ρούχα στην πλατεία για να προλάβει τη γιορτή. Αλίμονο, όμως, γι’ αυτόν! Αλίμονο! Άκουγε κι όλα εκείνα τα ντόπια τραγούδια και τις μουσικές, που πριν από μερικά χρόνια, τέτοια μέρα του πανηγυριού, χόρευε κι ο ίδιος. Μέχρι που η καταραμένη η αρρώστια τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και του αφαίρεσε όλες τις χαρές, μαζί κι αυτή του χορού. Κοίτα να δεις πόσα παιχνίδια παίζει η ζωή! 

Κι ήταν αλήθεια. Στα μάτια όλων ο γέρος πέρασε σαν ένας μεγάλος χορευτής. Για το ταλέντο του, δε μιλούσε μόνο το χωριό αλλά κι όλα τα γύρω χωριά. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους. Κι όταν έφταναν στο τσακίρ κέφι και τραβούσαν κανένα ποτηράκι παραπάνω, τότε όλοι επιζητούσαν και να χορέψουν μαζί του. Αλλά δεν ήταν και λίγες οι φορές που φίλοι του τον καλούσαν να χορέψει στους γάμους των παιδιών τους και στις άλλες χαρές τους.  Μοναδικό τους σκοπός ήταν να τον δουν να χορεύει έτσι, όπως αυτός ήξερε, παλικαρίσια και με μεγάλη μαεστρία. Η παρουσία του και μόνο έδινε λάμψη κι ομορφιά στο γεγονός, που θα τους έμενε αξέχαστο. Κι ο άνθρωπος, γλεντζές απ’ τη φύση του, γελαστός και χαρούμενος δε χαλούσε ποτέ το χατίρι σε κανέναν. Όποτε το επέτρεπαν οι συνθήκες πήγαινε εκεί που τον φώναζαν και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση!

Ξεχωριστή, όμως, θέση γι’ αυτόν ήταν η σημερινή μέρα. Του πανηγυριού! Γέμιζε όλη η πλατεία με τους χωριανούς, βόλτες απ’ εδώ, τσάρκες και περίπατοι απ’ εκεί, επισκέπτες απ’ τ’ άλλα χωριά, ζεστά καλωσορίσματα, φιλοφρονήσεις και γλεντζέδικα τραγούδια. Όλα με κεντρικότερο σημείο τα όργανα που έπαιζαν στο μικρό μαγαζάκι του μπάρμπα του Νούση, εκεί στο τέλειωμα της μεγάλης βόλτας του χωριού, που ξεκινούσε απ’ την άσπρη σαν το γάλα εκκλησία, την αξεπέραστη στον σεβασμό  κι ομορφιά, Ανάληψη. 

Τι δε γινόταν εκεί! Τα τραπέζια ήταν σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά μπροστά στο φρεσκοβαμμένο με μπλε μπογιά κατάστημα κι οι φίλοι που κάθονταν σε παρέες πάνω στις ψάθινες καρέκλες, τη μια τσούγκριζαν τα ποτήρια κι έπιναν, την άλλη τα γέμιζαν με ούζο ή κρασί και κάθε τόσο φώναζαν τη γνωστή ευχή «άντε στην υγειά μας». Φυσικά, κάθε φορά που το ποτό κατέβαινε όλο και πιο πολύ, δεν έλλειπαν τ’ αστεία και τα πειράγματα, όπως κι οι παραγγελίες για καινούργιους πάντοτε εκλεκτούς μεζέδες, με τον καφετζή και την γυναίκα του, την Κυπαρισσένια, να σκοτώνονται να τρέχουν για να προλάβουν και να εξυπηρετήσουν τον κόσμο στο σερβίρισμα, ώστε να μην υπάρχουν παράπονα. 

Στα χαμένα όμως! Σ’ ένα τέτοιο πατιρντί και σε μια τόσο μεγάλη γιορτή, όλο και κάποιοι θα κάνουν παράπονα για καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση. Οπότε, κάποιοι απ’ τους πελάτες που ήταν ανυπόμονοι απ’ τη φύση τους, αναγκάζονταν να παν μόνοι τους μέσα στο μαγαζί και να πάρουν τ’ απαιτούμενα για το τραπέζι τους. Με την άδεια, βέβαια, πάντα του μαγαζάτορα. Χωρίς φόβο απ’ αυτόν για μπαμπεσιές. Η τιμή, ο λόγος και το τεμπεσίρι να ήταν καλά!

Αλλά και πολύς κόσμος γύρω απ’ το μαγαζί. Άλλοι απ’ αυτούς χωριανοί κι άλλοι επισκέπτες απ’ τα κοντινά χωριά. Οι περισσότεροι  στέκονταν όρθιοι, γιατί δεν ήταν δυνατόν να βρουν όλοι τραπέζια και να κάτσουν μ’ εξαίρεση εδώ κάποιες γιαγιάδες. Αυτές οι γελαστές και καλοκάγαθες γριούλες, με τις χρωματιστές και μαύρες μαντήλες στα κεφάλια, έβρισκαν να κάτσουν και να κάνουν πηγαδάκια λίγο μακρύτερα απ’ το μαγαζί πάνω σε σκαμνάκια, όλα φερμένα στο πανηγύρι απ’ τα σπίτια τους.  

Ωστόσο, όμως, κι αυτοί οι έξω απ’ το μαγαζί έπαιρναν μέρος στο γλέντι και στον χορό. Όταν τους άρεσαν τα τραγούδια έτρεχαν να προφτάσουν και να πιαστούν χέρι με χέρι με τους θαμώνες του μαγαζιού. Χόρευαν μαζί τους όλους τους χορούς. Ντόπιους κι απ’ τ’ άλλα τα μέρη, πάντα με τους υπέροχους ήχους που έβγαζαν το κλαρίνο του κυρ Τάσου, η τρομπέτα του κυρ Θανάση και το νταούλι του κυρ Πέτρου. Όλοι χωριανοί! Οργανοπαίκτες απ’ τα φασκιά τους. Οι καλύτεροι στην περιοχή και με πολλές περγαμηνές!

Κι επιπλέον. Μέσα στην πίστα δυο και τρείς ήταν οι δίπλες με τους χορούς. Έπαιρναν μέρος όλοι. Άντρες, γυναίκες και κορίτσια. Όλοι με παραδοσιακές φορεσιές. Οι γυναίκες μ’ άσπρη μαντήλα στο κεφάλι, μαύρα παπούτσια και χρωματιστές κάλτσες. Κι όλος αυτός ο θηλυκός πληθυσμός πόσο συναγωνισμό έκρυβε μέσα στην καρδούλα του! Αγωνία και λαχτάρα για το ποια θα χορέψει καλύτερα και ποια θα χορέψει μπροστά για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση! Ανάμεσά τους, όπως ήταν φυσικό, κι άντρες. Όχι μόνο παλληκάρια. Ακόμα κι όσοι είχαν μεγαλύτερη ηλικία! Κι αυτοί σήμερα φορούσαν τα καινούργια κιλότα παντελόνια τους, τα καινούργια πουκάμισα και γιλέκα με το ζωνάρι στη μέση, αλλά κι εκείνα τα λαστιχένια παπούτσια που τα είχαν για καλά και τα έβαζαν μόνο στις γιορτές και για να παν στην Εκκλησία. 

Δε γίνεται λόγος για την τραγιάσκα στο κεφάλι! Ήταν πάντα απαραίτητη στην υπόλοιπη φορεσιά και ξεχώριζε τον άντρα. Πεντακάθαρη, πλυμένη στην τρίχα και συχνά λίγο στραβά φορεμένη για να τονίζεται η αφεντιά κι η προσωπικότητα. Ο καθένας που χόρευε και τραβούσε πρώτος τον χορό, πολλές φορές την έβγαζε απ’ το κεφάλι του, τη σήκωνε ψηλά και την κουνούσε περήφανος στον αέρα, ανάλογα με το πώς πήγαιναν τα σκέρτσα.  

Και φέτος, λοιπόν, ο γέρο-Μουστάκας καρφωμένος στη θέση του με βαρύ καημό συνέχιζε να βλέπει έξω απ’ το παράθυρο και να σκέφτεται όλα όσα γίνονταν αυτήν τη μέρα. «Πανηγύρι» σιγομουρμούριζε κι όλα περνούσαν απ’ τη μνήμη του σαν να ήταν ταινία στον κινηματογράφο. Πώς να ξεχάσει τα νιάτα του; Ότι μια φορά, όταν ήταν κι αυτός νέος, τέτοια μέρα στο πανηγύρι του χωριό, εδώ στην πλατεία, χόρευε κι ο ίδιος. Ότι μαζί με το σώμα του τότε χόρευε κι η ψυχή. Γιατί τον χορό πραγματικά τον ένοιωθε μέσα του. Ήταν μια εσωτερική του ανάγκη, συνεχής κι ατέλειωτη. Αυτός ο χορός τον ολοκλήρωνε σαν άνθρωπο στη ζωή και πίστευε ότι η μάνα του, μαζί με τ’ άλλα που του έδωσε, τον γέννησε και για να χορεύει!

Ύστερα, ήταν κι η υπερηφάνεια που ένοιωθε σαν άνθρωπος για το ταλέντο του. Τον κολάκευε που έβλεπε πόσο θαυμασμό είχαν οι χωριανοί του για τον ίδιο, όταν τον κοιτούσαν πρώτο να τραβάει τον χορό και σε κάθε τσαλίμι του να τον χειροκροτούν. Κι επίσης, που όλοι τους ήθελαν να πιαστούν απ’ το μαντήλι του μήπως, επίδοξοι κι αυτοί χορευτές, πάρουν κάτι απ’ αυτήν τη μεγάλη του τέχνη.

Απ’ τους πρώτους, βέβαια, θαυμαστές του ήταν κι οι οργανοπαίχτες. Κι αυτοί όταν τον έβλεπαν έτσι, λεβεντόκορμο και κεφάτο να σηκώνεται για να πιαστεί στον χορό, την ίδια στιγμή αυτόματα άφηναν την καρέκλα τους και πήγαιναν στη μέση της πίστας για να του παίξουν από κοντά. Εκεί, μέσα στο αυτί του! Κι αληθινά. Κάθε φορά που έπαιζαν για πάρτη του οι μουσικοί, την ίδια ώρα τον απολάμβαναν κιόλας για τα προτερήματά του! Και δεν ήθελαν να σταματήσουν, μέχρι που δεν άντεχαν άλλο. Και να, τα δίφραγκα και τα τάλιρα να πέφτουν στην πίστα απ’ όλους, χορευτές και θαμώνες. Και να, τα πενηντάδραχμα να «στολίζουν» το κλαρίνο κι άλλα να τα κολλάν με σάλιο στο μέτωπο του κλαριντζή. Κάποια μάλιστα να τα γαντζώνουν και στο νταούλι με τον νταουλτζή να μην ξέρει πώς να τα μαζέψει και στο τέλος να τα βάζει λίγο ντροπαλά στην τσέπη του.

Εξ άλλου τη μέρα αυτή, το ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου γεροντάκι, είχε κι έναν άλλο λόγο για να τη θυμάται. Ήταν η μέρα που του άλλαξε τη ζωή. Τον έκανε να αισθανθεί πως μεγάλωσε κι ότι ήταν ένας πραγματικός άνδρας.

Ήταν, που λέτε, τότε που ερωτεύτηκε τη γυναίκα του! Έτσι, πάνω στον χορό! Πως; Κάποτε, στο νοσταλγικό αυτό παρελθόν και σ’ ένα τέτοιο, ίδιο πανηγύρι. Όταν αυτός ήταν πρώτος και λες και πετούσε στον αέρα χόρευε έναν σιγανό μακεδονίτικο σκοπό με τους άλλους που τον έβλεπαν να μένουν πάγοι και με το στόμα ανοιχτό. Την εποχή εκείνη αυτός δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών. Κι η όμορφη γυναίκα του, θαυμάστριά του και πολύ πιο νέα, θαμπωμένη από τον χορό του άφησε τα κορίτσια της παρέα της που χόρευαν και πήγε κοντά του. Του έπιασε το χέρι και του έδωσε το μαντήλι της για να χορέψουν μαζί. Και χόρεψαν. Χάρηκαν κι ευχαριστήθηκαν που ο ένας κράτησε το χέρι του άλλου. Αλλ’ όμως, ύστερα, νέα παιδιά, αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. Κι έκαναν κι οικογένεια. Δεν έχει σημασία που απ’ εκείνον τον χορό πέρασαν τόσα πολλά χρόνια. Αυτήν τη μέρα ο γέρος τη νοιώθει τόσο κοντά, σαν να ήταν χτες! 

Ενώ ο ηλικιωμένος έφερνε πάλι στη μνήμη του όλα αυτά τα υπέροχα γεγονότα του παρελθόντος, δάκρυα ξεχείλιζαν απ’ τα μάτια του. Κυλούσαν χοντρά και ζεματιστά απ’ τα μάγουλά του κι έπεφταν πάνω στις κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Δεν άντεχε άλλο τη συγκίνηση. Έτσι, όπως αυτές ήταν μουσκεμένες, γεμάτος αγανάκτηση, τις τράβηξε από πάνω του μόνο και μόνο για ν’ απαλλαγεί απ’ το καθημερινό τους βάρος. Ύστερα, το ρυτιδωμένο απ’ τον χρόνο γεροντάκι, μέσα απ’ τα βάθη της καρδιά του, έβγαλε έναν αναστεναγμό, που άμα ήταν φωτιά ο καπνός της θα σκέπαζε όλο το χωριό! Ήταν το «αχ» της λαχτάρας για τα νιάτα! Για τα νιάτα τα όμορφα, τα νιάτα τα μπερμπάντικα που έζησε, που χάρηκε και γλέντησε, αλλά και για τα νιάτα που έφυγαν τόσο γρήγορα και σήμερα φτάνει στο δείλι της ζωής!

«Και τώρα», σκέφτηκε! «Τι κάνω τώρα; Απ’ το παράθυρο θα κάθομαι ν’ ακούω μονάχα τα όργανα που παίζουν; Όλοι στο χωριό θα είναι εκεί στο πανηγύρι κι εγώ θα είμαι εδώ σκεπασμένος; Τι δηλαδή. Περιμένοντας ο άνθρωπος να πεθάνω;»    

Μ’ όση δύναμη μπόρεσε κι είχε ο γέρος, τώρα έκανε και μια άλλη κίνηση με τα σκεπάσματα. Τα άρπαξε από πάνω του και τα πέταξε για τα καλά κάτω στο πάτωμα. Μετά, έκανε κι άλλο κουράγιο. Σηκώθηκε ο μισός πάνω στο κρεβάτι. Και μετά, με περισσότερο βάσανο και αλογάριαστο κόπο κατέβασε απ’ αυτό και τα πόδια του. Μια τελευταία κίνηση αν έκανε ακόμα θα ήταν όρθιος. Έβαλε πάλι τα δυνατά του και προς μεγάλη του ικανοποίηση την έκανε. 

Και σηκώθηκε ο παππούς. Πλέον ήταν όρθιος και κρατιόταν στα πόδια του! Βιαστικά, λες και τον περίμεναν, κούμπωσε όπως να είναι το πουκάμισό του, ταίριαξε και το τριμμένο απ’ το κάθισμα παντελόνι του, άρπαξε και το μπαστούνι που κρεμόταν σκονισμένο τόσον καιρό σ’ ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα και με πολύ αργά βήματα, ξυπόλητος, μόνο με τα τσουράπια του βγήκε έξω απ’ το σπίτι του στην αυλή. Ω του θαύματος! Περπατούσε. Ποιος να το περίμενε! Κλείνοντας πίσω την πόρτα, πολύ ικανοποιημένος γι’ αυτό, έριξε όσο πιο περιφρονητικά γινόταν και μια τελευταία ματιά στ’ απαίσιο κρεβάτι του. Κάτι του σιγομουρμούρισε, γύρισε το βλέμμα του, κι απ’ τον χορταριασμένο και παρατημένο αυλόγυρο βρέθηκε στον δρόμο. Είχε πάρει ήδη την απόφασή του. Κόντρα στην αρρώστια του. Θα πήγαινε στην πλατεία και στο πανηγύρι. Να δει τον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί και να χορέψει μαζί του!

Εκείνο το ζεστό κι ανοιξιάτικο απόγευμα του Μάη στο χωριό, θα μπορούσε κανένας να το πει και καλοκαιρινό. Αν κι απ’ το πρωί τα μπαρουτιασμένα σύννεφα προμήνυαν βροχή, τώρα πήραν να διαλύονται, αφήνοντας μόνο εδώ κι εκεί κάποια υπολείμματα τους στον γαλάζιο ορίζοντα. Ο ήλιος, που όλη τη μέρα έτρεχε κι αυτός ασταμάτητα με τ’ ατίθασα άλογα του πάνω στον ουρανό, λίγο ακόμα και θα έπαιρνε τον κατήφορο για να εξαφανιστεί πίσω απ’ τα βουνά και να ησυχάσει. Μαζί με τ’ απόγευμα έφτανε κι ένα χαρούμενο, γιορταστικό δειλινό. Άλλωστε, ήταν μια μέρα γιορτής και πανηγυριού!

Αυτές τις βελούδινες ώρες, που όλα γύρω μοίραζαν γενναιόδωρα την ευχαρίστηση, ο γέρος τραβούσε τον δρόμο του για τα καλά. Όμως, ο παιδεμένος απ’ την αρρώστια και τα γηρατειά άνθρωπος δε βάδιζε, αλλά μόνο αργά και σταθερά έσερνε τα βήματά του πάνω στον δρόμο. Κι όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο άκουγε στ’ αυτιά του τη μουσική. Και μ’ αυτό όλο και πιο πολύ έπαιρνε κουράγιο. Δεν τον ενδιέφερε που χωρίς τα παπούτσια του πατούσε πάνω στις κοφτερές πέτρες και τα χαλίκια. Κοιτούσε μόνο μπροστά. Εκεί που ήθελε να τον πάει αυτή η βασανισμένη ψυχή του! Έρχονται στιγμές που κουράζεται κι η ανάσα του βγαίνει βαριά. Γι’ αυτό και κάθε τόσο αναγκάζεται να σταματάει για να ξεκουραστεί πάνω στο μπαστούνι του με τα χέρια να το σφίγγουν γερά. Έπειτα, πάλι να συνεχίζει για κάμποσα μέτρα, μέχρι ξανά να κουραστεί και να σταματήσει. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να κάτσει. Φοβάται, μήπως ύστερα δε θα μπορέσει να ξανασηκωθεί. Επιπλέον, βιάζεται να προφτάσει τη γιορτή. Τόσο μεγάλη ήταν σήμερα η επιθυμία του να χορέψει στο πανηγύρι του χωριού. Λαχτάρα που δεν είχε ποτέ στη ζωή του!

Κι όλο το γεροντάκι πήγαινε, κι όλο πιο πολύ κόντευε στην πλατεία. Τα πόδια του απ’ την εξάντληση και τ’ αποκάμωμα τρέμουν, ενώ τα χέρια του με δυσκολία κρατάν πια το μπαστούνι. Όμως, ακόμα έχει όρθιο το κορμί του και σιδερένια τη θέλησή του για να μην το προδώσουν και το ρίξουν στο χώμα και στη γη που πατάει.

Πραγματικά. Στη διαδρομή του για να φτάσει δεν απέμεινε πολύ. Τώρα έμεινε μόνο να διαβεί ένα στενό τσιμεντένιο γεφυράκι. Αν κι αυτό με το καλό το περνούσε θ’ ανέβαινε ύστερα έναν τελευταίο μικρό ανήφορο στρωμένο με λίγες πέτρες και ξερά φύλλα πεσμένα απ’ τα δέντρα με τον αέρα. Μόνο αυτό κι επιτέλους θα έφτανε στον προορισμό του. Ό,τι και να γινόταν όμως, απ’ εδώ και πέρα ήταν σίγουρο πως θα κατάφερνε να ξεπεράσει κι αυτά τα εμπόδια! Κι ήταν βέβαιο, γιατί τώρα πια στ’ αυτιά του ακουγόταν όλο και πιο έντονη η μουσική απ’ το κλαρίνο. Κι αυτό του έδινε όχι μόνο κουράγιο, αλλά και φτερά αν χρειαζόταν να πετάξει μέχρις εκεί. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει ξερό στη μέση του δρόμου. Επιπλέον, επειδή αυτές τις ώρες δε θέλει να θυμάται πως δεν μπορεί, πως γέρασε και πως δεν το κρατούν τα πόδια του. Σήμερα θέλει να σκέφτεται μόνο, ότι είναι ένας άνθρωπος νέος και παλικάρι του καιρού του!

Έφτασε ο γέρος στην πλατεία και μπήκε μέσα στο πλήθος. Με δυσκολία απ’ το λαχάνιασμα σήκωσε το χέρι του κι ανέβασε το γείσο του καπέλου του για να βλέπει τριγύρω όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο κόσμος που τον είδε ξαφνιάστηκε. Τραβήχτηκε πίσω για να του δώσει δρόμο και να περάσει. Όλοι ήξεραν ποιος ήταν, κι όλοι γνώριζαν για την αρρώστια που τον είχε δεμένο στο κρεβάτι και δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει και να δει τους αγαπημένους συγχωριανούς του. Και ξαφνικά τώρα τον βλέπουν να πηγαίνει όρθιος μπροστά τους, Θεέ μου, έτοιμος να καταρρεύσει, μα με το βλέμμα του να είναι αγέρωχο κι αποφασιστικό, ενώ μέσα απ’ την αραιά-άσπρη γενειάδα και το παχύ μουστάκι του να χαμογελάει. Λες και δε συνέβαινε τίποτα. Κι ο γέρος συνεχίζει και δεν τα παρατάει

Κατευθύνεται προς τα μουσικά όργανα, που κι αυτά μόλις τον βλέπουν σταματάν. Για λίγο επικρατεί νεκρική σιγή. Και τα ίδια αυτήν την ώρα δεν περίμεναν τον γέρο εδώ. Όμως, είχαν γνώση τη μεγάλη του αδυναμία στη μουσική και στον χορό. Ωστόσο, πολλά χρόνια τώρα είχαν να τον δουν να έρχεται στο πανηγύρι και να χορεύει. Ξαφνικά αυτές τις ώρες έκπληκτοι οι μουζικάντηδες τον βλέπουν στη γιορτή πάλι μπροστά τους και τα χάνουν! Και γι’ αυτό προβληματίζονται για το πώς θα πρέπει να συμπεριφερθούν. 

Βιαστικά μερικοί με πρώτο τον καφετζή τρέχουν να του φέρουν καρέκλα για να κάτσει και να μη σωριαστεί. Αλλ’ ο γέρος με μια κίνηση του μπαστουνιού του δείχνει πως δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του κι από μέσα βγάζει ένα παλιό και τσαλακωμένο χάρτινο νόμισμα. Το σηκώνει όσο μπορεί ψηλότερα, θα έλεγες πως κάτι ήθελε να πανηγυρίσει, και μετά κάνει νόημα στον κλαριντζή να τον πλησιάσει. Εκείνος με τ’ όργανο στο χέρι πάει κοντά του. Και τότε ο ηλικιωμένος βάζει τα λεφτά πάνω στο κλαρίνο. Ήταν σαν να του έλεγε να παίξει για να χορέψει! Αυτός κι όλη παρέα του το καταλαβαίνουν κι αμέσως αρχίζουν να παίζουν έναν απ’ τους πιο γνωστούς στον ίδιο και στον τόπο ελληνικούς μακεδονίτικους σκοπούς. 

Στ’ άκουσμα της μουσικής ο γέρος, που δεν ξέχασε το ταλέντο του στο χορό, έκανε πάλι το θαύμα του. Κάτι που θα τον ζήλευε κι ο καλύτερος χορευτής. Σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι, έστριψε πάνω-κάτω θριαμβευτικά την παλάμη του κι ύστερα την έφερε πίσω απ’ το κεφάλι, έτσι όπως κάνουν όλοι όσοι χορεύουν πρώτοι τέτοιους χορούς. Μπαίνοντας στον ρυθμό του τραγουδιού έβαλε πίσω απ’ το αριστερό του πόδι το δεξί και το σήκωσε ελαφρά, ενώ ταυτόχρονα λύγισε το γόνατο προς τα κάτω κι έριξε το σώμα του μπροστά. Παράλληλα, γύρισε και κοίταξε αριστερά του, στον πρώτο που έσπευσε να του πιάσει τον ώμο και να του κρατήσει το μπαστούνι. Βέβαια, την ίδια στιγμή πιάστηκαν κι άλλοι στο χορό, αλλά όλοι με στραμμένο το βλέμμα τους στον πρώτο που χάριζε ρίγη συγκίνησης!

Όμως, κι απ’ τα μάτια του γέροντα, που τώρα πια έβγαλε και την τραγιάσκα του και την ανέμιζε σαν σημαία στον αέρα, ανάλογα με τη μουσική, έτρεχαν πλημμύρα τα δάκρυα. Δάκρυα συγκίνησης απ’ αυτόν τον γερασμένο άνθρωπο, χαράς, θύμησης, κανείς ποτέ δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει και να μάθει. Γιατί το γεροντάκι, εκεί που ήταν όρθιο κι έκανε με μεγάλη προσπάθεια και σχεδόν τρέμοντας όλες τις κινήσεις που απαιτούσε ο χορός, όλοι το βλέπουν μεμιάς να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει στη χωματένια πίστα. Τρομαγμένοι όσοι παρατηρούν τη σκηνή το σηκώνουν και το παν σε μια άκρη, στον τοίχο του μαγαζιού, κάτω απ’ την αστρέχα του. Κάποιοι άλλοι τρέχουν να του φέρουν νερό για να το συνεφέρουν. Και μερικοί πιο πίσω κάνουν τον σταυρό τους στον Θεό. Άδικος, όμως, ο κόπος. Ένας απ’ την οικογένειά του που πήγε κοντά κι έπιασε το σφυγμό του, κι όλοι γνώριζαν πως ήξερε από γιατρική, είπε πως δε ζει και πως πέθανε. Και δεν έκανε λάθος!

Το βραδάκι, που εκείνη την ώρα άπλωνε το δίχτυ του στην πλατεία, γλυκό και χαρούμενο με τραγούδια και μουσικές, για λίγο στάθηκε στο κέντρο της κι έμεινε σιωπηλό. Έσκυψε με σεβασμό στ’ άψυχο σώμα του γέρου-Μουστάκα, τ’ άγγιξε απαλά με την ευωδιά μιας μυρτιάς που γιγάντωνε στη σκεπή του μαγαζιού κι ύστερα συνέχισε τον δρόμο του για να φύγει μακριά και να δώσει το σκήπτρο στη νύχτα. Μαζί του πήρε και τη Γιορτή της Ανάληψης με το πανηγύρι της κι άφησε πίσω του τη λύπη και τη στεναχώρια. 

Το νέο για τον θάνατο μαθεύτηκε παντού. Ακόμα και στη γύρω περιοχή. Έτσι, την επόμενη μέρα που χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα, όλοι έτρεξαν στην εκκλησία ν’ αποχαιρετήσουν έναν άνθρωπο που έφυγε απ’ αυτήν τη ζωή μ’ έναν παράξενο και διαφορετικό τρόπο. Χορεύοντας! Στο στερνό του το ταξίδι ήταν όλοι εκεί. Μικροί και μεγάλοι. Γνωστοί του και ξένοι.

Για τη Δωροθέα, όμως, ο γέρο-Μουστάκας δεν πέθανε ποτέ. Ο τελευταίος του χορός στην πλατεία έγινε θρύλος και πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Θυμίζει ότι κάποιες λαμπερές και πολύχρωμες εποχές με πρότυπα στη λαϊκή παράδοση και τον ρομαντισμό δεν πέρασαν ποτέ κι ίσως ποτέ να μην ξεχαστούν στην πολιτιστική ιστορία του χωριού. Μαζί μ’ αυτόν κι όσοι άλλοι γεννήθηκαν κι έζησαν κάποτε μποέμικα σ’ αυτό. Όλους αυτούς τ’ αέναο ποτάμι του χρόνου ποτέ δε θα μπορέσει να τους παρασύρει και να τους πνίξει μέσα στις βαθιές θάλασσες της λησμονιάς, της αφάνειας και των ξεθωριασμένων αναμνήσεων! Οι άνθρωποι αυτοί ήταν και θα είναι παντού και πάντα ολοζώντανοι στις μνήμες των κατοίκων!

Τρύφων Ούρδας

Δημοσίευση σχολίου

1 Σχόλια

  1. Κύριε Ουρδα μας συγκινησατε πολύ. Τα δάκρυα δεν σταμάτησαν όσο το διάβαζα. Η ψυχή είναι πάντα νέα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.

Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.

Ad Code